-
1 παραιρέω
A :—take away from, withdraw, remove, τι E.l.c.; (lyr.): c. gen. partit., take away part of.., some of..,φρονήματος Id.Heracl. 908
;τῆς λύπης Hyp.Epit.41
;τοῦ φρουρίου Th.3.89
:—[voice] Pass., Hp.Fract.33.2 π. [ἀρὰν] εἰς παῖδα thou hast turned aside the curse on to thy son's head, E.Hipp. 1316.II [voice] Med. with [tense] aor. 2 παρειλόμην, later [tense] aor. 1παρειλάμην LXX Nu.11.25
, Plb.4.51.6:— draw off or away from, seduce, detach, X.Mem.1.6.1; πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας Decr. ap.D.18.181, cf. Ep.3.31;γυναῖκα παρελέσθαι Arist.Pol. 1311b6
.2 take away,τὰ ὅπλα πάντων X.HG2.3.20
, Arist.Ath.37.2;αὐτῆς τὸν βίον παρείλετο Anaxil.22.10
, cf. Men.128.8 ([voice] Pass., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα having their arms taken away, D.19.81); παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητά τινων lessen, damp it, ib.208; π. τοὺς ἐκ δούλου disfranchise them, Arist.Pol. 1278a32; remove privileges, ib. 1285b16; τὰ ἐφόδια παρῃρῆσθαι, in med. sense, had deprived themselves of.., Iphicr. ap. eund.Rh. 1411a12.3 generally, take away, filch from, , cf. E.IT25, etc.;γῆν τῶν γεωργῶν PTeb.5.146
(ii B. C.): metaph.,τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων τὰς ἐλπίδας Phld.Piet.p.94
G.;τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Plb.1.18.9
:— [voice] Pass., τῆς Περαίας ἐκχωρεῖν ἧς αὐτῶν (sc. τῶν Ῥοδίων)παρῄρηται Id.18.2.3
.4 c. acc. pers. et gen. rei, deprive,τινά τινος Zos.1.7
, cf. 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιρέω
См. также в других словарях:
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μαδράς — ή (επίσημα) Τσενάι (Madras, επίσημα Chennai). Πόλη (6.424.624 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Ταμίλ Ναντού (130.058 τ. χλμ., 62.110.839 κάτ.), στην ακτή του κόλπου της Βεγγάλης. Τέταρτη μεγαλούπολη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… … Dictionary of Greek
Ανεμογιάννης, Γεώργιος ή Παξινός — (1798 – 1821).Αγωνιστής του 1821 από το Γάιο των Παξών. Κατατάχτηκε ναύτης στο πλοίο Οι Σύμμαχοι της Μπουμπουλίνας, το οποίο κυβερνούσε ο Σπετσιώτης Νικόλαος Ορλόφ. Συμμετείχε με το πλοίο αυτό στον αποκλεισμό της Ναυπάκτου και στην επίθεση… … Dictionary of Greek
Μιράντολα — (Mirandola). Πόλη (21.500 κάτ. το 2001) της Ιταλίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας στην περιοχή της Εμίλια Ρομάνια, στον δρόμο μεταξύ Μοντένας και Βερόνας. Πρόκειται για ανθηρό αγροτικό και κτηνοτροφικό κέντρο. Η γύρω περιοχή… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek